- ἐχούσας
- ἐχούσᾱς , ἔχωcheckpres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἐχούσᾱς , ἔχωcheckpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CODEX Euangeliorum — ab Imperatoribus gestatus. Prostat enim nummus aureus Basilii Imperatoris apud Octav. Stradam, in quo Euangeliorum Codicem dextrâ et globum crucigerum sinistrâ gestat. Alium idem descripsit aureum, Constantini Pogonati, ubi Imperat. Codicem… … Hofmann J. Lexicon universale
INCESTUS — slagitium est cum ea commissum, cum qua Religio aut sanguinis ratio coniugium prohibet. Quaenam autem coniugia vetita sint, apud Hebraeos, aliter Talmudici, Kartaei aliter pronuntiant. Et quidem Talmudicis, ex disertis Legis Mosaicae verbis atque … Hofmann J. Lexicon universale
PRIMUS — I. PRIMUS Episcopus, Alexandrinus A. C. 10. II. PRIMUS Vide suprâ Primas, et infra Princeps. III. PRIMUS apud Suidam, Πρίμος καὶ Κερεάλιος ἐις τὴν Ρ´ωμαίαν εἰσέβαλον, πρῶτον μὲν ἐις λάρνακας μετα τȏυ νεκρῶν δἰ ἀγγέλων τινῶν καὶ ἐις ἀῥῥίχους… … Hofmann J. Lexicon universale
VERSICOLOR Linea — inter instrumenta Venationi inservientia, concludebat saltibus feras, vel terrebat apros, vulpes, lupos, ursos, et praecipue cervos: hinc Formido Latinis dicta est. Ovid. l. 5. Fastor. v. 173. Pavidos formidine cervos. In ea alternus plumarum,… … Hofmann J. Lexicon universale
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
δεινότητα — η (AM δεινότης) [δεινός] 1. η ιδιότητα τού δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας») 2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η… … Dictionary of Greek
επίστρεπτος — ἐπίστρεπτος, ον (Α) [επιστρέφω] 1. εκείνος προς τον οποίο στρέφεται κανείς με θαυμασμό («ὥραν ἐχούσας τήνδ’ ἐπίστρεπτον βροτοῑς» την ηλικία τους που στρέφονται οι άνθρωποι για να τή θαυμάσουν, Αισχύλ.) 2. αυτός που μπορεί εύκολα να περιστραφεί … Dictionary of Greek
καμινώδης — καμινώδης, ῶδες (Α) όμοιος με καμίνι, πολύ θερμός («καμινώδεις ἐχούσας ἀναπνοάς», Στράβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + ώδης] … Dictionary of Greek
λαγκία — λαγκία, ἡ (AM) μσν. 1. λόγχη 2. χτύπημα με λόγχη αρχ. ως επίθ. (για λόγχη) πλατιά («προβάλλονται δὲ λόγχας, ἅς ἐκεῑνοι λαγκίας, πηχυαίας τῷ μήκει τοῡ σιδήρου, καὶ ἔτι μείζω τὰ ἐπιθήματα ἐχούσας», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lancea «λόγχη»] … Dictionary of Greek
πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… … Dictionary of Greek